- εναρμόνιος
- -α, -ο (AM ἐναρμόνιος, -ον)αρμονικός, μουσικός, μελωδικόςνεοελλ.μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» — οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεσηαρχ.1. αυτός που συμφωνεί, προσαρμόζεται σε κάτι2. (αρχ. μουσ.) «ἐναρμόνιον γένος» — μουσικό γένος που διακρινόταν από το διατονικό και το χρωματικό3. αυτός που ανήκει στο εναρμόνιο γένος.επίρρ...εναρμονίως1. με τρόπο αρμονικό, μουσικά, μελωδικά2. ενάρμοστα, συμμετρικά.
Dictionary of Greek. 2013.